- πηδηχτής
- ο, Ν [πηδώ]αυτός που έχει την ικανότητα ή την τάση να πηδάει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νάσικος — Κατάρρινος πίθηκος της μεγάλης οικογένειας των Κερκοπιθηκιδών, που λέγεται και προβοσκιδωτός πίθηκος, εξαιτίας της χαρακτηριστικής μύτης του, που είναι πολύ ανεπτυγμένη, προπάντων στα ενήλικα αρσενικά: το είδος αυτό της κοντής προβοσκίδας κατά… … Dictionary of Greek
Συμεωνίδης, Αλέξανδρος — Γιατρός, γιος του Κωνσταντίνου Συμεωνίδη (1909 1974). Γεννήθηκε στην Κομοτηνή, και σπούδασε ιατρική στην Αθήνα. Αφού τελείωσε τις σπουδές του, πήγε για μεταπτυχιακές στη Γερμανία, όπου έμεινε από το 1933 ως το 1938. Ο Σ. εργάστηκε στα… … Dictionary of Greek